- φραντσέζικος
- -η, -οεπίρρ. -α1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φραντσέζους (Γάλλους), γαλλικός.2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., φραντσέζικα η γαλλική γλώσσα, τα γαλλικά: Συνεννοήθηκαν στα φραντσέζικα.3. το ουσ. πληθ. ως επίρρ., φραντσέζικα με τον τρόπο των Γάλλων ή στη γαλλική γλώσσα: Καλημερίστηκαν φραντσέζικα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.